2/6/08

Το συμβούλιο (3)

Πλησιάζοντας τα σκαλιά είδε μερικούς από τους ασθενείς στο προαύλιο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, άλλος φώναζε, άλλος τραγουδούσε μα οι περισσότεροι περπατούσαν άσκοπα, φουμάριζαν ή έψαχναν μανιασμένα για το επόμενο τσιγάρο. Σκιές πραγματικές ενός αλλοτινού εαυτού. Από το βάδισμα και τις χαρακτηριστικές παρενέργειες των φαρμάκων που είχαν καταπιεί τις ατέλειωτες ώρες που βρίσκονταν κλεισμένοι στα ψυχιατρεία μπορούσε σχεδόν με βεβαιότητα να ονοματίσει την διάγνωση που είχαν στο φάκελο τους. Άρχισε να τραγουδάει:

Σιρανό ντε Μπερζεράκ
έχεις τα βρακιά χεσμένα
αν σε πιάσουν τα θεριά
δεν θα ξαναδείς παρθένα
αν σε βρουν οι αρειανοί
θα τους τραγουδάς ταγκό
όμηρος της μιας στιγμής
της ζωής τυφλό σκυλί.

Ως συνήθως έλεγε ό,τι ασυναρτησία του έρχονταν στο μυαλό. Κατά παράξενο τρόπο αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί είχαν επιτυχία. Του ζητούσαν τραγουδάκια διαρκώς και ήταν η πρώτη γέφυρα που κατάφερε να ρίξει προς το μέρος τους. Με τα τραγουδάκια που σκάρωνε στη στιγμή, γελούσαν ξεκαρδιστικά.
- Να χαίρεσαι τον μπούτσο σου και να μου τον δανείζεις, του είπε η πριγκίπισσα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Βέβαια υπήρχαν και πολλοί σκυθρωποί που μιλούσαν διαρκώς στον εαυτό τους, έψελναν, έδιναν οδηγίες, καταριόντουσαν, απειλούσαν και όλοι γύρω τους ήταν σαν να μην υπάρχουν. Κουνούσαν τα χέρια και τα πόδια για να διώξουν τα θεριά που τους κυνηγούσαν και αραιά και που ξεσπούσαν σε κραυγές ικανοποίησης όταν τύχαινε να σκοτώσουν δαίμονα.
– Καλά να πάθεις. Τα ‘θελες και τα παθες. Τι να σου κάνω πήγες να τα βάλεις μαζί μου, κακομοίρη. Σου το ‘πα από την αρχή δεν θα ‘χεις καλά ξεμπερδέματα. Σε έκανα σκόνη τώρα, χα, χα, χα, χι, χι, χι. Φάε τη σκόνη σου…
- Γεια σου ρε μεγάλε με τα ωραία σου. Τζιμάνι παιδί. Κάναμε μαζί στρατό με τον …. Πως είπαμε ότι σε λένε πατριωτάκι;
- Θανάση
- Ναι μωρέ, Θανάσης, συνέχιζε ο Ιάσωνας, που για κάποιο δικό του λόγο είχε υπηρετήσει στο στρατό με οποιονδήποτε συναντούσε.
Ο Θανάσης είχε αρχίσει να ξεχωρίζει πρόσωπα και άτομα που τον ενδιέφεραν. Μερικά άτομα κίνησαν από την αρχή το ενδιαφέρον του και αμέσως τους έβγαλε από το Κλαμπ των Ανώνυμων Παρανοϊκών όπως συνήθιζε να ονομάζει τους έγκλειστους. Άρχισε να τους παρακολουθεί και να προσπαθεί να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε γι’ αυτούς, βέβαια πάντα όσο το δυνατόν πιο διακριτικά. Καθώς θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να κρατάει σημειώσεις άρχισε να δημιουργεί το ψηφιδωτό της ζωής τους στο μυαλό του, πράγμα που τον ενοχλούσε αφόρητα καθώς είχε συνηθίσει χρόνια τώρα να κρατά σημειώσεις για κάθε τι που τον ενδιέφερε, πιστεύοντας ότι κάποτε αυτές θα του φανούν χρήσιμες και το κυριότερο δεν θα λησμονηθούν.
Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά αργά-αργά σέρνοντας τα πόδια του και αφήνοντας το σώμα του χαλαρό, ταυτόχρονα τραγουδούσε ασυναρτησίες και κουνούσε τα χέρια για να διώξει τους δαίμονες του. Ήταν αδύνατο για ένα αγύμναστο μάτι να καταλάβει την προσποιητή αντιγραφή των κινήσεων που είχε επιμελώς μελετήσει και προβάρει στη διάρκεια των δύο μηνών που προετοιμάζονταν για το Θανάσημο Στοίχημα. Τα έμπειρα μάτια έτσι κι αλλιώς δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του. Μόνο το «Συμβούλιο», τις τακτικές σύντομες συναντήσεις με τον ψυχίατρο φοβόταν στην αρχή, αλλά τις τελευταίες ημέρες βλέποντας πως σε αυτό το περιβάλλον ήταν αδύνατον έστω και να διανοηθεί κανείς ότι μπορεί να υπάρχει λογικός μεταξύ των ασθενών, τις έβλεπε κι αυτές ως ένα ακίνδυνο μέρος της διαδικασίας. Είχαν περάσει ήδη 35 χρόνια από το πείραμα του Rosehan που αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο την πηγή έμπνευσης για το Θανάσημο Στοίχημα και προφανώς δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στον τρόπο διάγνωσης.

1 σχόλιο:

Αστερόεσσα είπε...

Aρχίζει και αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.

Σκιτσάροντας

Δύσκολες οι τρεις διαστάσεις. Ακόμη και με δύο δυσκολεύομαι. Σκιτσάροντας αποκτώ άλλη επαφή με τα πράγματα. Κάθε αντικείμενο, ακόμη και το ...