12/6/08

Το συμβούλιο (6)


Όταν ξύπνησε βρίσκονταν σ’ ένα κρεβάτι σε έναν άγνωστο θάλαμο. Δεν είχε συναίσθηση τι του συμβαίνει, που βρίσκεται. Είχε μια διάχυτη αίσθηση ότι πρωταγωνιστούσε, χωρίς την συγκατάθεσή του, σε έναν τρομακτικό εφιάλτη. Σκέψεις και εικόνες γίνονταν ένας αχταρμάς από τον οποίο δεν έβγαζε άκρη. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναξύπνησε. Τα ίδια. Για ώρες, που του φάνηκαν αιώνες, βρίσκονταν σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Δεν ένιωθε τίποτα, δεν σκέφτονταν τίποτα, τον συνόδευε μόνο η αίσθηση ότι περιφέρεται άσκοπα στο κενό.
Το Θανάσημο στοίχημα γίνονταν θανάσιμο. Άρχισε να βρίσκει σιγά-σιγά αυτό που θεωρούσε πραγματικό εαυτό.
- Θα τους τα εξηγήσω όλα. Δεν υποφέρεται αυτή η κατάσταση. Ένα καλοστημένο σχέδιο, μια απάτη. Θα τους μιλήσω ανοικτά για το στοίχημα. Ναι αυτή είναι η λύση. Μόνο έτσι θα μπορέσω να ξεφύγω. Δεν πάει στο διάολο το στοίχημα. Είπα ότι θα καταφέρω να εισαχθώ σε ψυχιατρική κλινική και να ζήσω εκεί για έναν χρόνο χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι ο χρόνος θα κυλάει τόσο αργά και επίπονα. Σε τελική ανάλυση κέρδισα. Είμαι βέβαια μόνο 36 ημέρες εδώ, αλλά τι μ’ αυτό. Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο Συμβούλιο. Θα τους τα πω με το νι και με το σίγμα. Σίγουρα θα θυμώσει μαζί μου ο ψυχίατρος, αλλά δεν πάει άλλο. Νιώθω να χάνω τον εαυτό μου. Νόμιζα ότι θα καταφέρω να αποφύγω τη λήψη φαρμάκων, αλλά μου την έφεραν. Όχι δεν πάει άλλο, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Δεν θέλω άλλο. Ας χάσω το στοίχημα. Μόνο να βγω το ταχύτερο από εδώ μέσα. Δεν αντέχω άλλο. ... Κι αν δεν με πιστέψουν; Αδύνατον να μην με πιστέψουν. Είμαι σαράντα τρία χρονών, χωρίς προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό και αυτοί μου κόλλησαν την ταμπέλα της σχιζοφρένειας. Θα τους πετάξω το DSM και το ICD στη μούρη και θα τους δείξω ένα-ένα τα συμπτώματα που υποδύθηκα. Ε ρε γέλιο που θα πέσει! Εξάλλου η σχιζοφρένεια εμφανίζεται σε μικρότερη ηλικία. Χα, χα, αυτό πως σου διέφυγε κύριε Καθηγητά; Χα, χα. Έχω ακλόνητα επιχειρήματα. Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι με τα χάλια τους. … Κι αν δεν θελήσουν να παραδεχτούν το λάθος τους; Αποκλείεται. Αποκλείεται. Θα τους τα εξηγήσω όλα με το νι και με το ήτα. Δεν υπάρχει περιθώριο μη αναγνώρισης. Δεν δεχόμαστε κύριοι μου βέτο. Εδώ δεν είναι ταμείο για να μην αναγνωρίζονται τα λάθη μετά την απομάκρυνση μας. .. Σίγουρα θα με πιστέψουν. Τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα. Πρέπει να πάω στο συμβούλιο. Πρέπει να τα εξηγήσω όλα στο γιατρό. Θα μ’ ακούσει, θα νευριάσει, αλλά στο τέλος θα καταλάβει το λάθος του. Δεν είναι δυνατόν να σφυρίξει αδιάφορα. Αν συνεχίσω έτσι εδώ με βλέπω να τρελαίνομαι για τα καλά. Πρέπει να φύγω. Πρέπει να γυρίσω ….στο παιδί μου.
Αυτή η τελευταία λέξη τον συγκλόνισε. Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Αναφιλητά. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα κι έκλαιγε, έκλαιγε, όσο δεν είχε κλάψει μήνες τώρα. Όσο δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του. Κι αν εκείνη τη στιγμή ήταν δυνατόν να τον ρωτήσεις γιατί κλαίει, το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν θα ήξερε να σου πει.

11/6/08

Το συμβούλιο (5)


Κάθισε στην καρέκλα και δεν ήξερε τι να κάνει. Σε όλο το διάδρομο ήταν κρεμασμένα κάδρα με αντίγραφα από γνωστούς πίνακες ζωγραφικής, προφανώς για να σπάνε την μονοτονία των λευκών τοίχων. Η επιλογή τους δεν φαίνονταν να ακολουθούσε κάποιο πλάνο. Μάλλον προσπάθησαν να ταιριάξουν τα χρώματα, σκέφτηκε ο Θανάσης. Και τότε το βλέμμα του καρφώθηκε στην «Κραυγή» του Munch που ήταν ακριβώς απέναντι από την αίθουσα του «Συμβουλίου». Στην αρχή δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ήταν σίγουρος ότι αυτό το κάδρο δεν υπήρχε εκεί τις προηγούμενες φορές. Και τότε συνέβη το κακό.
- Ποιος τολμά να τοποθετεί εκφυλισμένη τέχνη στον οίκο μου; Ποιος τολμά να με Κρακαταουτρομάζει; Το βλέμμα της αγωνίας και του ηλίθιου φόβου δεν με αγγίζει εμένα, καταλάβατε. Ηλίθιοι κόλακες της ανεπάρκειας!
Ούρλιαζε και σηκώθηκε, ξεκρέμασε το κάδρο και άρχισε να το βαράει στον τοίχο και στο πάτωμα. Η επιλογή λεπτού πλέξιγκλας αντί γυαλιού ήταν σίγουρα σοφή επιλογή. Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε κι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Ο Θανάσης είχε μανιάσει καθώς δεν έβλεπε τα θρύψαλα που περίμενε ως λύτρωση. Χτυπούσε το κάδρο ασταμάτητα με όσο μένος του ‘χε απομείνει.
- Πάρε τώρα έναν ουγγρικό χορό για να με θυμάσαι! Χα, χα, χα, χα. Σφίξε κι άλλο τα χέρια σου γύρω από το κεφάλι σου γιατί σε λίγο δεν θα’ χεις κεφάλι. Θα σε πολτοποιήσω.
Έριξε κάτω ότι είχε απομείνει από το κάδρο και άρχισε να χοροπηδά πάνω του.
- Πως τολμάς να μου αντιμιλάς, ε; Πως; Θα σε διαλύσω. Κι εσείς οι άλλοι μην κοιτάτε, βάλτε του χειροπέδες. Έχει αποτρελαθεί εντελώς και θέλει κι εμάς να μας τρελάνει. Δεν το βλέπετε; Άντε βιαστείτε. Κλουμπαρούμ κι εσύ μεσάζοντα.
Μέσα σε λίγο χρόνο ο διάδρομος γέμισε άτομα. Τρεις γεροδεμένοι νοσοκόμοι έτρεξαν κατά πάνω του και προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν. Ο Θανάσης αντιστέκονταν όσο μπορούσε και φώναζε.
- Όχι εμένα αυτόν τον μανιακό Νορβηγό να πιάσετε. Δεν ακούτε τι λέει. Και γιατί αφήνετε τους άλλους να σας κοροϊδεύουν. Αφήστε με επιτέλους. Δεν αντιλαμβάνεστε την πνοή του ανέμου που δρα στο επίκεντρο του σύμπαντος της ξεχαρβαλιασμένης όρασης του πλέοντος …. Α, α, α.
Όταν οι νοσοκόμοι απομάκρυναν τον Θανάση ο δρ. Σκορπιδάκης που είχε βγει τρομαγμένος από την αίθουσα συμβουλίου και είχε ψιθυρίσει στα γρήγορα μερικές συμβουλές στους νοσοκόμους για το πώς να χειριστούν την κατάσταση, επέστρεψε στην αίθουσα του «Συμβουλίου».
- Βλέπετε κύριοι. Αυτό είναι που σας λέω. Τόσον καιρό μου λέτε ότι το Paradakin είναι η τελευταία λέξη της φαρμακευτικής στην εξαφάνιση των παραισθήσεων. Και να τώρα, βλέπετε τα αποτελέσματα και μόνοι σας. Τρεις βδομάδες και τίποτα. Όλο αυτές οι κρίσεις που λογικά θα είχαν περιοριστεί από μόνες τους. Είμαι υποχρεωμένος να σταματήσω τη χορήγησή του και μάλλον θα αφήσουμε την κλινική χορήγηση στους ασθενείς μου για αργότερα. Δεν το διακινδυνεύω άλλο.

4/6/08

Το συμβούλιο (4)

Βλέποντας μπροστά του μια νοσοκόμα, φόρεσε το αγαθό χαμόγελο του φόβου και της δουλικότητας.
- Τι γυρεύεις εδώ, Θανάση από τώρα; Ο γιατρός θα σε δει σε μισή ώρα. Έχει δουλειά τώρα, του είπε με αυστηρό ύφος. Κάνε καμιά βόλτα ακόμη.
Αυτός την κοιτούσε και φόραγε ένα χαμόγελο που έδειχνε πλήρη επίγνωση του ακατάληπτου. Η νοσοκόμα φόρεσε ένα χαμόγελο ευγένειας και στράφηκε σε δύο νεαρούς κυρίους με κουστούμι και δερμάτινες τσάντες που ήταν καθισμένοι στις καρέκλες που υπήρχαν δίπλα στην πόρτα που συνήθως λάβαινε χώρα το συμβούλιο.
- Ο γιατρός θα έρθει σε λίγο. Και μη με ξεχάσετε την άλλη φορά! Φέρτε μου εκείνα τα ημερολόγια και τα μπλοκάκια που μου υποσχεθήκατε, γιατί θα σας μαλώσω, συνέχισε περιπαιχτικά και προχώρησε στο βάθος του διαδρόμου πριν προλάβει να γίνει αποδέκτης της συγκατάβασης και της προσποιητής ευγένειας των δυο κυρίων με τα κουστούμια που εξακολούθησαν να την κοιτάζουν καθώς προσπερνούσε.
- Ωραίο σφιχτό κωλαράκι, είπε ο ένας με τη σιγουριά ξελιγωμένου αρσενικού.
Ο Θανάσης είχε μαζευτεί στον τοίχο κι ένιωθε αόρατος καθώς οι δύο τους συνέχισαν να μιλάνε σαν να μην υπήρχε.
- Άλλους τρεις μαλάκες και τελειώσαμε για σήμερα είπε ο ειδήμων οπισθίων. Κοίτα σήμερα πρέπει να του το πούμε στα ίσια. Δεν σπρώχνει το φάρμακο όπως θα έπρεπε. Τόσο καλά κλινικά αποτελέσματα! Τόσες έρευνες του ‘χουμε δώσει ως τώρα! Μετά του πετάμε το κερασάκι ότι όλα είναι σχεδόν κανονισμένα για το συνέδριο στη Βαρκελώνη, μήπως και τσιμπήσει. Σε αυτό όλοι τους τσιμπάνε.
Ξαφνικά και οι δύο τους πετάχτηκαν πάνω φορώντας απότομα ένα ψεύτικο χαμόγελο. Έλαμψαν και στράφηκαν προς τον δρ. Σκορπιδάκη που εμφανίστηκε φουριόζος στο διάδρομο.
- Χαίρετε κύριε Σκορπιδάκη είπαν σχεδόν ταυτόχρονα με ύφος που ανέβαζε τον άλλο σε ύψη αδιόρατα.
- Γεια σας παιδιά. Περάστε αλλά να τελειώσουμε γρήγορα σήμερα γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο.
Μπήκαν και οι τρεις στην αίθουσα του συμβουλίου που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα στενό δωμάτιο με ένα γραφειάκι, τρεις καρέκλες και μια βιβλιοθήκη.
Όταν έκλεισε η πόρτα ο Θανάσης τεντώθηκε γιατί είχε μουδιάσει με την άβολη στάση που είχε όλη την ώρα μαζεμένος στον τοίχο

2/6/08

Το συμβούλιο (3)

Πλησιάζοντας τα σκαλιά είδε μερικούς από τους ασθενείς στο προαύλιο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, άλλος φώναζε, άλλος τραγουδούσε μα οι περισσότεροι περπατούσαν άσκοπα, φουμάριζαν ή έψαχναν μανιασμένα για το επόμενο τσιγάρο. Σκιές πραγματικές ενός αλλοτινού εαυτού. Από το βάδισμα και τις χαρακτηριστικές παρενέργειες των φαρμάκων που είχαν καταπιεί τις ατέλειωτες ώρες που βρίσκονταν κλεισμένοι στα ψυχιατρεία μπορούσε σχεδόν με βεβαιότητα να ονοματίσει την διάγνωση που είχαν στο φάκελο τους. Άρχισε να τραγουδάει:

Σιρανό ντε Μπερζεράκ
έχεις τα βρακιά χεσμένα
αν σε πιάσουν τα θεριά
δεν θα ξαναδείς παρθένα
αν σε βρουν οι αρειανοί
θα τους τραγουδάς ταγκό
όμηρος της μιας στιγμής
της ζωής τυφλό σκυλί.

Ως συνήθως έλεγε ό,τι ασυναρτησία του έρχονταν στο μυαλό. Κατά παράξενο τρόπο αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί είχαν επιτυχία. Του ζητούσαν τραγουδάκια διαρκώς και ήταν η πρώτη γέφυρα που κατάφερε να ρίξει προς το μέρος τους. Με τα τραγουδάκια που σκάρωνε στη στιγμή, γελούσαν ξεκαρδιστικά.
- Να χαίρεσαι τον μπούτσο σου και να μου τον δανείζεις, του είπε η πριγκίπισσα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Βέβαια υπήρχαν και πολλοί σκυθρωποί που μιλούσαν διαρκώς στον εαυτό τους, έψελναν, έδιναν οδηγίες, καταριόντουσαν, απειλούσαν και όλοι γύρω τους ήταν σαν να μην υπάρχουν. Κουνούσαν τα χέρια και τα πόδια για να διώξουν τα θεριά που τους κυνηγούσαν και αραιά και που ξεσπούσαν σε κραυγές ικανοποίησης όταν τύχαινε να σκοτώσουν δαίμονα.
– Καλά να πάθεις. Τα ‘θελες και τα παθες. Τι να σου κάνω πήγες να τα βάλεις μαζί μου, κακομοίρη. Σου το ‘πα από την αρχή δεν θα ‘χεις καλά ξεμπερδέματα. Σε έκανα σκόνη τώρα, χα, χα, χα, χι, χι, χι. Φάε τη σκόνη σου…
- Γεια σου ρε μεγάλε με τα ωραία σου. Τζιμάνι παιδί. Κάναμε μαζί στρατό με τον …. Πως είπαμε ότι σε λένε πατριωτάκι;
- Θανάση
- Ναι μωρέ, Θανάσης, συνέχιζε ο Ιάσωνας, που για κάποιο δικό του λόγο είχε υπηρετήσει στο στρατό με οποιονδήποτε συναντούσε.
Ο Θανάσης είχε αρχίσει να ξεχωρίζει πρόσωπα και άτομα που τον ενδιέφεραν. Μερικά άτομα κίνησαν από την αρχή το ενδιαφέρον του και αμέσως τους έβγαλε από το Κλαμπ των Ανώνυμων Παρανοϊκών όπως συνήθιζε να ονομάζει τους έγκλειστους. Άρχισε να τους παρακολουθεί και να προσπαθεί να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε γι’ αυτούς, βέβαια πάντα όσο το δυνατόν πιο διακριτικά. Καθώς θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να κρατάει σημειώσεις άρχισε να δημιουργεί το ψηφιδωτό της ζωής τους στο μυαλό του, πράγμα που τον ενοχλούσε αφόρητα καθώς είχε συνηθίσει χρόνια τώρα να κρατά σημειώσεις για κάθε τι που τον ενδιέφερε, πιστεύοντας ότι κάποτε αυτές θα του φανούν χρήσιμες και το κυριότερο δεν θα λησμονηθούν.
Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά αργά-αργά σέρνοντας τα πόδια του και αφήνοντας το σώμα του χαλαρό, ταυτόχρονα τραγουδούσε ασυναρτησίες και κουνούσε τα χέρια για να διώξει τους δαίμονες του. Ήταν αδύνατο για ένα αγύμναστο μάτι να καταλάβει την προσποιητή αντιγραφή των κινήσεων που είχε επιμελώς μελετήσει και προβάρει στη διάρκεια των δύο μηνών που προετοιμάζονταν για το Θανάσημο Στοίχημα. Τα έμπειρα μάτια έτσι κι αλλιώς δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του. Μόνο το «Συμβούλιο», τις τακτικές σύντομες συναντήσεις με τον ψυχίατρο φοβόταν στην αρχή, αλλά τις τελευταίες ημέρες βλέποντας πως σε αυτό το περιβάλλον ήταν αδύνατον έστω και να διανοηθεί κανείς ότι μπορεί να υπάρχει λογικός μεταξύ των ασθενών, τις έβλεπε κι αυτές ως ένα ακίνδυνο μέρος της διαδικασίας. Είχαν περάσει ήδη 35 χρόνια από το πείραμα του Rosehan που αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο την πηγή έμπνευσης για το Θανάσημο Στοίχημα και προφανώς δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στον τρόπο διάγνωσης.

Σκιτσάροντας

Δύσκολες οι τρεις διαστάσεις. Ακόμη και με δύο δυσκολεύομαι. Σκιτσάροντας αποκτώ άλλη επαφή με τα πράγματα. Κάθε αντικείμενο, ακόμη και το ...