31/3/06

Καλώς όρισες Άνοιξη

Δέσμιος του φόβου για τη θάλασσα. Φόβος στο αεροπλάνο. Φόβος στην εθνική οδό. Φόβος του θανάτου ή μήπως της ταλαιπωρίας πριν απ’ αυτόν;

Μέσα στην πόλη δε φοβάμαι. Φοβάμαι τα ταξίδια. Θέλω να φεύγω, αλλά συνήθως μένω. Δε μετακινούμαι εύκολα. Έχω κολλήσει σαν το στρείδι στο βράχο της πόλης.

Μου αρέσουν πολύ οι νέες εικόνες, οι όμορφες εικόνες. Το διαμέρισμα φαντάζει σαν κλουβί αυτές τις μέρες. Δεν θέλω να είμαι στην Αθήνα. Δε θέλω πόλεις. Κάτι σαν χίπικο όνειρο μετανοημένου γιάπι: θέλω να ζήσω στη φύση, να την νιώσω, να προσπαθήσω να την καταλάβω. Η επανάληψη της πόλης με απομυζεί, σκοτώνει τη φαντασία, κοιμίζει τους φόβους, με ωθεί σε νάρκη δίχως όνειρα, με καθοδηγεί στην απάθεια, στην αθεράπευτη αδιαφορία για τα πάντα.

Το χρήμα. Η εργασία που παρέχει το χρήμα αποτελεί το λογικό επιχείρημα που επικροτεί την απάθεια. Τον εν ζωή θάνατο.

Θέλω ν’ ακούω το φλοίσβο της θάλασσας, αλλά όχι από τα ηχεία της τηλεόρασης. Θέλω ν’ ακούω τον αέρα να λυσσομανά και το αποτέλεσμα της οργής του να είναι το ουρλιαχτό των δέντρων κι όχι οι συναγερμοί των αυτοκινήτων. Θέλω να νιώθω πραγματικό φόβο κι όχι ψευδεπίγραφες φοβίες.

Υποψίαζομαι ότι κι εσύ μπορεί να νιώθεις το ίδιο. Μαζέψε χάρτες. Χαράξε πορείες και περπάτησε τες. Όχι όμως από το κρεββάτι, δεν ωφελεί. Το έχω δοκιμάσει χιλιάδες φορές.

Μια παλιά αρχή...

Ώρες τώρα διαβάζω. Μέρες, μήνες, χρόνια διαβάζω. Νιώθω σαν μια δεξαμενή λέξεων, εννοιών, εικόνων. Κι όλο σκέφτομαι πως θα πρέπει ν’ αδειάσω λίγο, να ξεφορτωθώ κάτι από αυτά που έχουν μαζευτεί μέσα μου σε μια προσπάθεια να δημιουργήσω χώρο, να πορευτώ επιτέλους αμφίδρομα. Μα πάντα σκοντάφτω…

Ο Γιώργος κάποτε είπε: «Ρε μαλάκα, έχουν γραφτεί τα πάντα, δεν έμεινε τίποτα να γράψουμε εμείς!!!».

Από τη στιγμή που οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις εύκολης συγγραφής πολλαπλασιάστηκαν, αυξήθηκαν και τα κείμενα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Επαναλήψεις, αυτοσχεδιασμοί πάνω στα ίδια μοτίβα. Χρειάζεσαι μέρες για να διαβάσεις μόνο τους τίτλους των βιβλίων που κυκλοφορούν. Η βδομάδα δε σου φτάνει ούτε καν για να διαβάσεις τις κυριακάτικες εφημερίδες. Κι έτσι ξεφυλλίζεις, εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, blogs, διαβάζεις ό,τι προλαβαίνεις κι επιλέγεις ό,τι μπορείς από το πλήθος υλικού που σε βομβαρδίζει.

Οι πληροφορίες αυξάνουν με ξέφρενους ρυθμούς και δεν έχεις πλέον ούτε μαθηματικά την πιθανότητα να τις γευτείς όλες. Δεν έχεις ουσιαστικά χρόνο να επιλέξεις. Άλλοι το κάνουν αυτό για σένα, κι εσύ και πάλι δεν προλαβαίνεις να επιλέξεις από τις επιλογές των επιλογών.

Για να εκδικηθείς την ανημποριά σου διαβάζεις και πολλές φορές ξαναδιαβάζεις αυτά που είχες διαβάσει και παλιότερα. Στο μυαλό σου βέβαια τριγυρνάν εφήμερα σχέδια για μελέτες, έρευνες που δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Γιατί βλέπεις τα πολλά σου ενδιαφέροντα να σε τυραννάν συνεχώς. Κι εκεί που νομίζεις ότι βάζεις κάποια τάξη όλο και ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα, νέες πληροφορίες, στοιχεία που ποτέ δε θα προλάβεις να κοιτάξεις. Φυσικά τα περισσότερα είναι σκουπίδια, αλλά καθώς εκ των προτέρων δε γνωρίζεις που βρίσκονται τα διαμάντια και που οι στάχτες, μένεις μετέωρος.


Τόσα πολλά αυτά που θέλεις και τόσα λίγα αυτά που μπορείς. Τόσα λίγα αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι και τόσα πολλά αυτά που νομίζεις ότι χρειάζεσαι. Βούρκος. Ενοχές για ό,τι δεν προλαβαίνεις, ενοχές για αυτά που κάνεις. Φόβος γι’ αυτά που χάνεις, απόγνωση γι’ αυτά που έχασες.

Κάποτε είχα γράψει «προτάσεις μιας ευθείας που διχάζουν την αγωνία» και τώρα μπορώ να συμπληρώσω: οροσειρές πληροφοριών που συνοψίζονται σε μια πρόταση που δεν τολμάς ν’ αρθρώσεις.

Η πολυπλοκότητα με την απλότητα σ’ έναν αέναο χορό λικνίζονται στην πίστα κι εσύ λιγάκι παραπέρα δεν μπορείς να αποφασίσεις, δε θέλεις ν’ αποφασίσεις ποια θα διαλέξεις για ντάμα σου. Πεπεισμένος ότι είσαι ερωτευμένος και με τις δυο, αγκαλιάζεις τη μοναξιά. Το εγώ σου σε αεικίνητη περιπλάνηση σε βαλτόνερα.

Σκιτσάροντας

Δύσκολες οι τρεις διαστάσεις. Ακόμη και με δύο δυσκολεύομαι. Σκιτσάροντας αποκτώ άλλη επαφή με τα πράγματα. Κάθε αντικείμενο, ακόμη και το ...